προοίμιον μια εισαγωγική μελωδία στην κύρια ωδή· ένα μικρό λυρικό τραγούδι εκτελούμενο ως εισαγωγή σε μια πιο εκτεταμένη και πιο σημαντική $ωδή* (ή $ύμνο*ύμνος|)· επίσης, ένα οργανικό πρελούντιο, με το οποίο ο κιθαρωδός άρχιζε την εκτέλεση (της κιθαρωδίας).
Στην επική ποίηση σήμαινε πρόλογος. Ησ.: "προοίμιον· πρόλογος, αρχή παντός λόγου".
Βλ. τα λ. $πρόασμα*, $προανάκρουσμα*, $προαύλημα*, $προαύλιον*προαυλία|. , μια εισαγωγική μελωδία στην κύρια ωδή· ένα μικρό λυρικό τραγούδι εκτελούμενο ως εισαγωγή σε μια πιο εκτεταμένη και πιο σημαντική ωδή (ή ύμνο)· επίσης, ένα οργανικό πρελούντιο, με το οποίο ο κιθαρωδός άρχιζε την εκτέλεση (της κιθαρωδίας). Στην επική ποίηση σήμαινε πρόλογος. Ησ.: "προοίμιον· πρόλογος, αρχή παντός λόγου". Βλ. τα λ. πρόασμα, προανάκρουσμα, προαύλημα, προαύλιον.
|
|