προσαννέναι (προσανίημι)· χαμηλώνω επιπλέον το ύψος (Δημ., LSJ). Πλούτ. (Περί μουσ. 1145D, 39): "αλόγω τινί διαστήματι προσανιέντες αυτοίς τας τε τρίτας και τας παρανήτας" (χαμηλώνοντας επιπλέον τις τρίτες και τις $παρανήτες*παρανήτη| με ένα άλογο διάστημα [διάστημα μικρό που δεν μπορεί να τραγουδηθεί ή να αναγνωριστεί από το αυτί]). , (προσανίημι)· χαμηλώνω επιπλέον το ύψος (Δημ., LSJ). Πλούτ. (Περί μουσ. 1145D, 39): "αλόγω τινί διαστήματι προσανιέντες αυτοίς τας τε τρίτας και τας παρανήτας" (χαμηλώνοντας επιπλέον τις τρίτες και τις παρανήτες με ένα άλογο διάστημα [διάστημα μικρό που δεν μπορεί να τραγουδηθεί ή να αναγνωριστεί από το αυτί]).
|
|