πρόσοδος (θηλ.)· ανάμεσα σε άλλες σημασίες, πανηγυρική πομπή προς το ναό με συνοδεία μουσικής. Αριστοφ. (Νεφέλαι 307): "πρόσοδοι μακάρων ιερώταται" (ιερότατες πομπές [με συνοδεία μουσικής] προς τιμή των θεών). Βλ. λ. $προσόδιον*.
, (θηλ.)· ανάμεσα σε άλλες σημασίες, πανηγυρική πομπή προς το ναό με συνοδεία μουσικής. Αριστοφ. (Νεφέλαι 307): "πρόσοδοι μακάρων ιερώταται" (ιερότατες πομπές [με συνοδεία μουσικής] προς τιμή των θεών). Βλ. λ. προσόδιον.
|
|