πρόσχορδος ταιριασμένος [κουρδισμένος, εναρμονισμένος] με ένα έγχορδο όργανο· σε αρμονία (σε ταυτοφωνία) με ένα έγχορδο όργανο.
πρόσχορδα άσματα· μελωδίες ταιριασμένες, εναρμονισμένες [ή τραγουδημένες σε ταυτοφωνία] με ένα έγχορδο όργανο (Πολυδ. IV, 63). Επίσης, προσχόρδασμα.
, ταιριασμένος [κουρδισμένος, εναρμονισμένος] με ένα έγχορδο όργανο· σε αρμονία (σε ταυτοφωνία) με ένα έγχορδο όργανο.
πρόσχορδα άσματα· μελωδίες ταιριασμένες, εναρμονισμένες [ή τραγουδημένες σε ταυτοφωνία] με ένα έγχορδο όργανο (Πολυδ. IV, 63). Επίσης, προσχόρδασμα.
|
|