πρόσχορος $μέλος* ενός χορού· ιδιαίτερα συγχορευτής. Πολυδ. (IV, 106): "πρόσχορον δε και συγχορεντριαν είρηκε την χορεύουσαν $Αριστοφάνης*".
Πρβ. Τh. Kock CAF Ι, 582, απόσπ. 843· επίσης, Bothe PSGF ΙΙ, 192. Βλ. λ. $σύγχορος*. , μέλος ενός χορού· ιδιαίτερα συγχορευτής. Πολυδ. (IV, 106): "πρόσχορον δε και συγχορεντριαν είρηκε την χορεύουσαν Αριστοφάνης". Πρβ. Τh. Kock CAF Ι, 582, απόσπ. 843· επίσης, Bothe PSGF ΙΙ, 192. Βλ. λ. σύγχορος.
|
|