προσωδός (αρσ.)· εκείνος που ηχεί σε συμφωνία με την $ωδή* ή που τραγουδά σε συμφωνία με άλλον (Δημ., LSJ). Πολυδ. (IV, 58): "προσωδά όργανα" (όργανα που έπαιζαν σε συμφωνία με την ωδή [τραγούδι] ή που συνόδευαν σε συμφωνία [σε ταυτοφωνία, πιθανόν] τη φωνητική μελωδία). Πρβ. λ. $πρόσχορδος*. Πλούτ. (Περί ηθικής αρετής 443Α, 4): "ψαλτήρια διεξιών και $λύρας*λύρα| και $πηκτίδας*πήκτις| και $αυλούς*αυλός| και όσα μουσικής προσωδά και προσήγορα" (εξετάζοντας $ψαλτήρια*ψαλτήριον|, $λύρες*λύρα|, $πηκτίδες*πήκτις| και $αυλούς*αυλός| και όλα τα σύμφωνα και τα αρμόζοντα στη μουσική όργανα). Βλ. λ. $προσωδία*. , (αρσ.)· εκείνος που ηχεί σε συμφωνία με την ωδή ή που τραγουδά σε συμφωνία με άλλον (Δημ., LSJ). Πολυδ. (IV, 58): "προσωδά όργανα" (όργανα που έπαιζαν σε συμφωνία με την ωδή [τραγούδι] ή που συνόδευαν σε συμφωνία [σε ταυτοφωνία, πιθανόν] τη φωνητική μελωδία). Πρβ. λ. πρόσχορδος. Πλούτ. (Περί ηθικής αρετής 443Α, 4): "ψαλτήρια διεξιών και λύρας και πηκτίδας και αυλούς και όσα μουσικής προσωδά και προσήγορα" (εξετάζοντας ψαλτήρια, λύρες, πηκτίδες και αυλούς και όλα τα σύμφωνα και τα αρμόζοντα στη μουσική όργανα). Βλ. λ. προσωδία.
|
|