πρύλις (θηλ.)· είδος πολεμικού χορού· κρητικός πυρρίχιος· χορευόταν με οπλισμό. Καλλίμαχος Ύμνος στον Δία (51): "Κουρήτες σε περί πρύλιν ωρχήσαντο" (οι Κουρήτες χόρεψαν τον πολεμικό χορό γύρω σου).
Σύμφωνα με μερικές πηγές, η $πυρρίχη* ονομαζόταν πρύλις από τους Κυπρίους (Αριστοτ. απόσπ. 519 στα Schol. Pind. Carm. του Α. Β. Drachmann, II, 52· FHG ΙΙ, 166, απόσπ. 205 και σ. 182, απόσπ. 257α).
, (θηλ.)· είδος πολεμικού χορού· κρητικός πυρρίχιος· χορευόταν με οπλισμό. Καλλίμαχος Ύμνος στον Δία (51): "Κουρήτες σε περί πρύλιν ωρχήσαντο" (οι Κουρήτες χόρεψαν τον πολεμικό χορό γύρω σου). Σύμφωνα με μερικές πηγές, η πυρρίχη ονομαζόταν πρύλις από τους Κυπρίους (Αριστοτ. απόσπ. 519 στα Schol. Pind. Carm. του Α. Β. Drachmann, II, 52· FHG ΙΙ, 166, απόσπ. 205 και σ. 182, απόσπ. 257α).
|
|