πτιστικόν και πτισμός· (α) δημοτικό τραγούδι των γυναικών που ξεφλουδίζουν το κριθάρι. Φρύνιχος Κωμασταί: "εγώ δε νών δη τερετιώ τι πτιστικόν" (και εγώ θα σας τραγουδήσω [σιγοτραγουδήσω] ένα τραγούδι για το ξεφλούδισμα του κριθαριού)· πρβ. Πολυδ. IV, 55. Αριστοφ.: "και των πτισσουσών άλλη τις [ωδή]" (και ένα άλλο [τραγούδι] των γυναικών που ξεφλουδίζουν το κριθάρι· Αθήν. ΙΔ', 619Α, απόσπ. 14· Bothe PSGF II, 102, απόσπ. 28).
(β) πτισμός· μελωδία που παιζόταν στον $αυλό*αυλός| συνοδεύοντας το πτιστικό τραγούδι.
Πρβ. Νικοφών Εγχειρογάστορες 17 (Πολυδ. IV, 56). , και πτισμός· (α) δημοτικό τραγούδι των γυναικών που ξεφλουδίζουν το κριθάρι. Φρύνιχος Κωμασταί: "εγώ δε νών δη τερετιώ τι πτιστικόν" (και εγώ θα σας τραγουδήσω [σιγοτραγουδήσω] ένα τραγούδι για το ξεφλούδισμα του κριθαριού)· πρβ. Πολυδ. IV, 55. Αριστοφ.: "και των πτισσουσών άλλη τις [ωδή]" (και ένα άλλο [τραγούδι] των γυναικών που ξεφλουδίζουν το κριθάρι· Αθήν. ΙΔ', 619Α, απόσπ. 14· Bothe PSGF II, 102, απόσπ. 28).
(β) πτισμός· μελωδία που παιζόταν στον αυλό συνοδεύοντας το πτιστικό τραγούδι.
Πρβ. Νικοφών Εγχειρογάστορες 17 (Πολυδ. IV, 56).
|
|