Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

αντίμολπος

εκείνος που είναι σε αντίθεση προς τη $μολπή* (τραγούδι, ωδή) ή προς άλλο ήχο. Βλ. πιο κάτω λ. $αντίφθογγος* (β'). Κατά το LSJ σήμαινε, επίσης, εκτελούμενο "αντί" (της μολπής).

, εκείνος που είναι σε αντίθεση προς τη μολπή (τραγούδι, ωδή) ή προς άλλο ήχο. Βλ. πιο κάτω λ. αντίφθογγος (β'). Κατά το LSJ σήμαινε, επίσης, εκτελούμενο "αντί" (της μολπής).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: