πυθικόν έγχορδο όργανο, ονομαζόμενο και δακτυλικόν· πρβ. Πολυδ. (IV, 66), βλ. το κείμενο στο λ. $δακτυλικόν*δάκτυλος|. Η λέξη στον $Πολυδεύκη*Πολυδεύκης| μπορεί να θεωρηθεί ως επίθετο. , έγχορδο όργανο, ονομαζόμενο και δακτυλικόν· πρβ. Πολυδ. (IV, 66), βλ. το κείμενο στο λ. δακτυλικόν. Η λέξη στον Πολυδεύκη μπορεί να θεωρηθεί ως επίθετο.
|
|