Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

πυκνόν

στη μουσική, το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων ενός τετραχόρδου, όταν ήταν μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου. Αυτό γίνεται στο $εναρμόνιο*εναρμόνιον| γένος (παράδειγμα α') και στο $χρωματικό*χρωματικόν| γένος (β'): Στο παράδειγμα α' το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων (mi - mi1/4 - fa) είναι ένα ημιτόνιο, ενώ το υπόλοιπο του τετραχόρδου (fa - la) είναι δύο τόνοι. Στο παράδειγμα β' το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων (mi - fa - fa δίεσ.) είναι ένας τόνος, ενώ το υπόλοιπο είναι ένας τόνος και μισός. Στο $διατονικό*διάτονον| γένος δεν υπάρχει πυκνόν, γιατί στο σύντονο διάτονο το σύνολο των δύο πρώτων διαστημάτων (mi - fa - sol, 1 1/2 τόνος) είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο (sol - la, 1 τόνος), και στο μαλακό διάτονο το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων είναι ίσο σε μέγεθος με το υπόλοιπο (6/12 + 9/12 και 15/12· βλ. λ. $διάτονον*). Οι φθόγγοι που ήταν στο κατώτερο μέρος του πυκνού ονομάζονταν $βαρύπυκνοι*βαρύπυκνος|, στο μέσο, $μεσόπυκνοι*μεσόπυκνον|, και στο επάνω μέρος, $οξύπυκνοι*οξύπυκνος| (βλ. τα λ.). Οι φθόγγοι του τετραχόρδου που δεν έρχονταν σε καμιά σχέση με το πυκνό λέγονταν άπυκνοι, και ήταν οι τρεις ακόλουθοι: (α) ο $προσλαμβανόμενος*, (β) η $νήτη* συνημμένων και (γ) η νήτη υπερβολαίων. Πρβ. Αριστείδης Περί μουσ. 12 Mb· Κλεον. Εισαγ. 4· Βακχ. Εισαγ. 27, 32-34· Αλύπ. Εισαγ. 4· Ανών. (Bell. 62, 56)· Παχυμ. (Vincent Notices 391). πυκνόν (επίθ.) διάστημα· ένα πολύ μικρό διάστημα. Ο $Αριστείδης* (ό.π. Mb 14, R.P.W.-I. 11) καθορίζει: "πυκνά [διαστήματα] μεν τα ελάχιστα, ως αι διέσεις, αραιά δε, τα μέγιστα, ως το δια τεσσάρων" (πυκνά [διαστήματα] είναι τα πιο μικρά, όπως οι διέσεις, και αραιά τα πιο μεγάλα, όπως η τετάρτη). πυκνότης· η ιδιότητα του πυκνού· αντίθ. $μανότης*μανός|.

, στη μουσική, το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων ενός τετραχόρδου, όταν ήταν μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου. Αυτό γίνεται στο εναρμόνιο γένος (παράδειγμα α') και στο χρωματικό γένος (β'):



Στο παράδειγμα α' το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων (mi - mi1/4 - fa) είναι ένα ημιτόνιο, ενώ το υπόλοιπο του τετραχόρδου (fa - la) είναι δύο τόνοι. Στο παράδειγμα β' το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων (mi - fa - fa δίεσ.) είναι ένας τόνος, ενώ το υπόλοιπο είναι ένας τόνος και μισός. Στο διατονικό γένος δεν υπάρχει πυκνόν, γιατί στο σύντονο διάτονο το σύνολο των δύο πρώτων διαστημάτων (mi - fa - sol, 1 1/2 τόνος) είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο (sol - la, 1 τόνος), και στο μαλακό διάτονο το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων είναι ίσο σε μέγεθος με το υπόλοιπο (6/12 + 9/12 και 15/12· βλ. λ. διάτονον).

Οι φθόγγοι που ήταν στο κατώτερο μέρος του πυκνού ονομάζονταν βαρύπυκνοι, στο μέσο, μεσόπυκνοι, και στο επάνω μέρος, οξύπυκνοι (βλ. τα λ.).
Οι φθόγγοι του τετραχόρδου που δεν έρχονταν σε καμιά σχέση με το πυκνό λέγονταν άπυκνοι, και ήταν οι τρεις ακόλουθοι: (α) ο προσλαμβανόμενος, (β) η νήτη συνημμένων και (γ) η νήτη υπερβολαίων.
Πρβ. Αριστείδης Περί μουσ. 12 Mb· Κλεον. Εισαγ. 4· Βακχ. Εισαγ. 27, 32-34· Αλύπ. Εισαγ. 4· Ανών. (Bell. 62, 56)· Παχυμ. (Vincent Notices 391).
πυκνόν (επίθ.) διάστημα· ένα πολύ μικρό διάστημα. Ο Αριστείδης (ό.π. Mb 14, R.P.W.-I. 11) καθορίζει: "πυκνά [διαστήματα] μεν τα ελάχιστα, ως αι διέσεις, αραιά δε, τα μέγιστα, ως το δια τεσσάρων" (πυκνά [διαστήματα] είναι τα πιο μικρά, όπως οι διέσεις, και αραιά τα πιο μεγάλα, όπως η τετάρτη).

πυκνότης· η ιδιότητα του πυκνού· αντίθ. μανότης.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: