Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

ρόμβος

ή ρύμβος· (α) ο ήχος που παράγεται από το χτύπημα των $κροτάλων*κρόταλα| ή του $τύμπανου*τύμπανον|. Πίνδ. (Διθύραμβοι ΙΙ, 9): "ρόμβοι τυπάνων" (βροντεροί ήχοι ταμπούρλων). (β) μικρό ξύλινο ραβδί δεμένο σ' ένα κορδόνι· όταν το κορδόνι στριφογυριζόταν αργά, παρήγε έναν χαμηλό ήχο· όταν στριφογυριζόταν πολύ γρήγορα παρήγε οξύ και διαπεραστικό ήχο. Ο ρόμβος χρησιμοποιούνταν από τους Κορύβαντες στις τελετές τους. Ησύχ. : "ρόμβος· ψόφος, στροφός, ήχος, δίνος, κώνος, ξυλήριον ού εξήπτον σχοινίον και εν ταις τελεταίς δονείται" (ρόμβος [είναι] ένας κρότος, σχοινί, ήχος, στριφογύρισμα, ένα ξυλαράκι μ' ένα σχοινί, το οποίο στριφογυρίζεται στις τελετές). Αρχύτας (Ι): "και τοις ρύμβοις τοις εν ταις τελεταίς κινουμένοις, το αυτό συμβαίνει· ήσυχα μέν κινούμενοι βαρύν αφίενται ήχον, ισχυρώς δε οξύν" (και το ίδιο γίνεται με τους ρόμβους, που κινούνται [στριφογυρίζουν] στις τελετές· όταν κινούνται ήσυχα, παράγουν χαμηλό ήχο και, όταν κινούνται δυνατά [γρήγορα], ψηλό ήχο). (γ) το ίδιο όπως το $ρόπτρον* (βλ. πιο κάτω)· Ε.Μ.: "ρόμβος· ρόπτρον, τύμπανον" (ρόμβος· ταμπουρίνο, ταμπούρλο).

, ή ρύμβος· (α) ο ήχος που παράγεται από το χτύπημα των κροτάλων ή του τύμπανου. Πίνδ. (Διθύραμβοι ΙΙ, 9): "ρόμβοι τυπάνων" (βροντεροί ήχοι ταμπούρλων).

(β) μικρό ξύλινο ραβδί δεμένο σ' ένα κορδόνι· όταν το κορδόνι στριφογυριζόταν αργά, παρήγε έναν χαμηλό ήχο· όταν στριφογυριζόταν πολύ γρήγορα παρήγε οξύ και διαπεραστικό ήχο. Ο ρόμβος χρησιμοποιούνταν από τους Κορύβαντες στις τελετές τους. Ησύχ. : "ρόμβος· ψόφος, στροφός, ήχος, δίνος, κώνος, ξυλήριον ού εξήπτον σχοινίον και εν ταις τελεταίς δονείται" (ρόμβος [είναι] ένας κρότος, σχοινί, ήχος, στριφογύρισμα, ένα ξυλαράκι μ' ένα σχοινί, το οποίο στριφογυρίζεται στις τελετές). Αρχύτας (Ι): "και τοις ρύμβοις τοις εν ταις τελεταίς κινουμένοις, το αυτό συμβαίνει· ήσυχα μέν κινούμενοι βαρύν αφίενται ήχον, ισχυρώς δε οξύν" (και το ίδιο γίνεται με τους ρόμβους, που κινούνται [στριφογυρίζουν] στις τελετές· όταν κινούνται ήσυχα, παράγουν χαμηλό ήχο και, όταν κινούνται δυνατά [γρήγορα], ψηλό ήχο).

(γ) το ίδιο όπως το ρόπτρον (βλ. πιο κάτω)· Ε.Μ.: "ρόμβος· ρόπτρον, τύμπανον" (ρόμβος· ταμπουρίνο, ταμπούρλο).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: