ρυθμοειδής $χρόνος* όχι τελείως ρυθμικός· στον πληθ. χρόνοι (ή διάρκειες) που δεν έχουν μεταξύ τους ακριβείς ρυθμικές σχέσεις. Πτολεμ. Μουσικά (Excerpta Neapol. 12, 414 C. v. J.): "ρυθμοειδείς είναι οι χρόνοι που δεν έχουν καλή ρυθμική τάξη [μεταξύ τους], αλλά φαίνονται ότι έχουν κάποιο είδος ρυθμού". Πρβ. Αριστείδης, Mb 33, R.P.W.-Ι. 33.
Bλ. λ. $εύρυθμος*.
, χρόνος όχι τελείως ρυθμικός· στον πληθ. χρόνοι (ή διάρκειες) που δεν έχουν μεταξύ τους ακριβείς ρυθμικές σχέσεις. Πτολεμ. Μουσικά (Excerpta Neapol. 12, 414 C. v. J.): "ρυθμοειδείς είναι οι χρόνοι που δεν έχουν καλή ρυθμική τάξη [μεταξύ τους], αλλά φαίνονται ότι έχουν κάποιο είδος ρυθμού". Πρβ. Αριστείδης, Mb 33, R.P.W.-Ι. 33.
Bλ. λ. εύρυθμος.
|
|