Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

σαμβύκη

επίσης, σάμβυξ· μεγάλο έγχορδο όργανο, του οποίου το μέγεθος υπερέβαινε το ένα μέτρο. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό και, κατά τον $Αθήναιο*Αθήναιος| (ΙΔ', 634Α), ήταν όμοιο με την πολιορκητική μηχανή, που είχε το ίδιο όνομα. Ο Ανδρέας ο Πανορμίτης, στο 33ο βιβλίο της Ιστορίας της Σικελίας (Αθήν. ό.π.), αναφέρει ότι "ονομάστηκε σαμβύκη, γιατί, όταν υψωνόταν ίσια, η εμφάνισή της ως σύνολο έμοιαζε στο σχήμα μ' ένα πλοίο και μια όρθια σκάλα μαζί". Έτσι, η σαμβύκη είχε το σχήμα ενός πλοίου, στην οριζόντιά της θέση, με έναν όρθιο χορδοκράτη επάνω της (Sachs Hist. 84). Η σαμβύκη είχε μεγάλο αριθμό χορδών, κουρδισμένων, πιθανόν, κατά ζεύγη και οκτάβες, όπως η μάγαδις, και παιζόταν με πλήκτρο. Φαίνεται πως υπήρχαν και σαμβύκες με λίγες χορδές (τέσσερις). Στην Ελλάδα έγινε γνωστή από τη Συρία ή την Αίγυπτο. Κατά τη $Σούδα* και τον ιστορικό Νεάνθη τον Κυζικηνό (Αθήν Δ', 175D-E), η σαμβύκη εφευρέθηκε από τον ποιητή Ίβυκο (6ος αι. π.Χ.) ή μετασχηματίστηκε από αυτόν (Στράβων, 637Β, 40)· ο Σκάμων λέει πως η σαμβύκη πρωτοπαίχτηκε από τη Σίβυλλα και το όνομά της προήλθε από τον εφευρέτη της Σάμβυκα (Σάμβυξ). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Τα ευρισκόμενα 132), από την άλλη πλευρά, ισχυρίζεται πως η σαμβύκη εφευρέθηκε από τους τρωγλοδύτες. Κατά τον Ιόβα (τέταρτο βιβλίο της Θεατρικής Ιστορίας), η σαμβύκη ήταν η ίδια με τον $λυροφοίνικα*λυροφοίνιξ| , ενώ ο ποιητής Ευφορίων γράφει ότι ήταν παλιά μάγαδις μετασχηματισμένη (βλ. λ. $μάγαδις*). Ο $Αριστείδης* θεωρεί το χαρακτήρα της σαμβύκης θηλυπρεπή, εξαιτίας των μικρών χορδών και του διαπεραστικού της τόνου (Mb 101, R.P.W.-I. 85): "την δε σαμβύκην προς θηλύτητα αγεννή τε ούσαν και μετά πολλής οξύτητος δια την μικρότητα των χορδών εις έκλυσιν περιάγουσαν". Ο εκτελεστής της σαμβύκης λεγόταν σαμβυκιστής, και όταν ήταν γυναίκα σαμβυκίστρια. Η σαμβύκη, καθώς και η $μάγαδις*, ο $φοίνιξ*, η $πήκτις* και άλλα όργανα καταδικάζονταν από τον $Πλάτωνα*Πλάτων| (Πολιτ. Γ', 399D) και τον Αριστόξενο ως $πολύχορδα*πολύχορδον| όργανα. Βιβλιογραφία: Th. Reinach DAGR VI, 1904, σ. 1449 στη λ. "Lyra" ("Famille de la harpe", σ. 1448 κε.). Maux, "Sambuca", Pauly RE (1920), 2η σειρά, Ι, στ. 2124-2125. W. Vetter, "Magadis", Pauly RE XIV (XXVII), 1928, στ. 290.

, επίσης, σάμβυξ· μεγάλο έγχορδο όργανο, του οποίου το μέγεθος υπερέβαινε το ένα μέτρο. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό και, κατά τον Αθήναιο (ΙΔ', 634Α), ήταν όμοιο με την πολιορκητική μηχανή, που είχε το ίδιο όνομα. Ο Ανδρέας ο Πανορμίτης, στο 33ο βιβλίο της Ιστορίας της Σικελίας (Αθήν. ό.π.), αναφέρει ότι "ονομάστηκε σαμβύκη, γιατί, όταν υψωνόταν ίσια, η εμφάνισή της ως σύνολο έμοιαζε στο σχήμα μ' ένα πλοίο και μια όρθια σκάλα μαζί". Έτσι, η σαμβύκη είχε το σχήμα ενός πλοίου, στην οριζόντιά της θέση, με έναν όρθιο χορδοκράτη επάνω της (Sachs Hist. 84).
Η σαμβύκη είχε μεγάλο αριθμό χορδών, κουρδισμένων, πιθανόν, κατά ζεύγη και οκτάβες, όπως η μάγαδις, και παιζόταν με πλήκτρο. Φαίνεται πως υπήρχαν και σαμβύκες με λίγες χορδές (τέσσερις). Στην Ελλάδα έγινε γνωστή από τη Συρία ή την Αίγυπτο. Κατά τη Σούδα και τον ιστορικό Νεάνθη τον Κυζικηνό (Αθήν Δ', 175D-E), η σαμβύκη εφευρέθηκε από τον ποιητή Ίβυκο (6ος αι. π.Χ.) ή μετασχηματίστηκε από αυτόν (Στράβων, 637Β, 40)· ο Σκάμων λέει πως η σαμβύκη πρωτοπαίχτηκε από τη Σίβυλλα και το όνομά της προήλθε από τον εφευρέτη της Σάμβυκα (Σάμβυξ). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Τα ευρισκόμενα 132), από την άλλη πλευρά, ισχυρίζεται πως η σαμβύκη εφευρέθηκε από τους τρωγλοδύτες.
Κατά τον Ιόβα (τέταρτο βιβλίο της Θεατρικής Ιστορίας), η σαμβύκη ήταν η ίδια με τον λυροφοίνικα , ενώ ο ποιητής Ευφορίων γράφει ότι ήταν παλιά μάγαδις μετασχηματισμένη (βλ. λ. μάγαδις).
Ο Αριστείδης θεωρεί το χαρακτήρα της σαμβύκης θηλυπρεπή, εξαιτίας των μικρών χορδών και του διαπεραστικού της τόνου (Mb 101, R.P.W.-I. 85): "την δε σαμβύκην προς θηλύτητα αγεννή τε ούσαν και μετά πολλής οξύτητος δια την μικρότητα των χορδών εις έκλυσιν περιάγουσαν". Ο εκτελεστής της σαμβύκης λεγόταν σαμβυκιστής, και όταν ήταν γυναίκα σαμβυκίστρια. Η σαμβύκη, καθώς και η μάγαδις, ο φοίνιξ, η πήκτις και άλλα όργανα καταδικάζονταν από τον Πλάτωνα (Πολιτ. Γ', 399D) και τον Αριστόξενο ως πολύχορδα όργανα.

Βιβλιογραφία:

Th. Reinach DAGR VI, 1904, σ. 1449 στη λ. "Lyra" ("Famille de la harpe", σ. 1448 κε.).
Maux, "Sambuca", Pauly RE (1920), 2η σειρά, Ι, στ. 2124-2125.
W. Vetter, "Magadis", Pauly RE XIV (XXVII), 1928, στ. 290.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: