σικιννοτύρβη είδος $αύλησης*αύλησις| πού συνόδευε το $χορό*χορός| σίκιννις. Ένα από τα είδη αυλήσεως που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο του λεξικογράφου Τρύφωνα. Βλ. στο λ. $αύλησις* όλο τον κατάλογο. , είδος αύλησης πού συνόδευε το χορό σίκιννις. Ένα από τα είδη αυλήσεως που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο του λεξικογράφου Τρύφωνα. Βλ. στο λ. αύλησις όλο τον κατάλογο.
|
|