σιμή ένα από τα σχήματα της τραγικής όρχησης· Πολυδ. (IV, 104): "και μην τραγικής ορχήσεως τα σχήματα σίμη...".
Πρβ. Αθήν ΙΔ', 630Α, 27: "χειρ σιμή" (κοίλο, άδειο χέρι).
, ένα από τα σχήματα της τραγικής όρχησης· Πολυδ. (IV, 104): "και μην τραγικής ορχήσεως τα σχήματα σίμη...".
Πρβ. Αθήν ΙΔ', 630Α, 27: "χειρ σιμή" (κοίλο, άδειο χέρι).
|
|