Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

αντίφθογγος

(α) εκείνος που συμφωνεί με άλλο ήχο· η ογδόη ενός άλλου ήχου· $αντίφωνος*αντίφωνον|. Ο Πίνδαρος (PLG Ι, απόσπ. 102 [91]· Αθήν. ΙΔ', 635Β, 36) στο σκόλιό του για τον Ιέρωνα των Συρακουσών ονομάζει τη μάγαδι "ψαλμόν αντίφθογγον" (που ηχεί στην 8η). (β) εκείνος που βρίσκεται σε αντίθεση ή σε διαφωνία με άλλο ήχο, αντιφατικός (Δημ.). Άλλος όρος γι' αυτό (β') είναι ο $αντίμολπος*.

, (α) εκείνος που συμφωνεί με άλλο ήχο· η ογδόη ενός άλλου ήχου· αντίφωνος. Ο Πίνδαρος (PLG Ι, απόσπ. 102 [91]· Αθήν. ΙΔ', 635Β, 36) στο σκόλιό του για τον Ιέρωνα των Συρακουσών ονομάζει τη μάγαδι "ψαλμόν αντίφθογγον" (που ηχεί στην 8η).

(β) εκείνος που βρίσκεται σε αντίθεση ή σε διαφωνία με άλλο ήχο, αντιφατικός (Δημ.).
Άλλος όρος γι' αυτό (β') είναι ο αντίμολπος.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: