Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

σκόλιον

μέλος (από το σκόλιος, στριφτός, κυρτός, ελικοειδής, όχι ίσιος)· τραγούδι με συνοδεία $λύρας*λύρα| που τραγουδιόταν προς το τέλος ενός συμποσίου. Συνήθως, ένας από τους πιο επιδέξιους συνδαιτυμόνες άρχιζε πρώτος το τραγούδι, κρατώντας ταυτόχρονα στο χέρι του ένα κλωνάρι μυρτιάς. Όταν τελείωνε το τραγούδι του, παρέδιδε το κλωνάρι σ' έναν άλλο συνδαιτυμόνα, όχι όμως σε εκείνον που καθόταν πλάι του, κι έτσι συνέχιζαν, χωρίς να τηρούν σειρά (Αθήν. IE', 694A-B). Στα FHG (II, 248, απόσπ. 43) διαβάζουμε την ερμηνεία που δίνει στον όρο ο Δικαίαρχος από τη Μεσσήνη: "το δε υπό των συνετωτάτων, ως έτυχεν τη τάξει, ο δή καλείσθαι δια την τάξιν σκολιόν" (και [τρίτο] εκείνο που τραγουδιόταν από τους εμπειρότερους συνδαιτυμόνες, όπως ήταν καθισμένοι στην τύχη, και το οποίο τραγούδι ονομαζόταν σκολιόν, εξαιτίας της [ελικοειδούς] σειράς με την οποία το τραγουδούσαν). Και (ό.π. απόσπ. 44) Schol. Aristoph. Νεφέλαι 1364: "Δικαίαρχος εν τω Περί μουσικών αγώνων... οι τε γαρ άδοντες εν τοις συμποσίοις εκ παλαιάς τινος παραδόσεως κλώνα δάφνης ή μυρρίνης λαβόντες άδουσι" (ο Δικαίαρχος στο έργο του Περί μουσικών αγώνων [λέει ότι] ...στα συμπόσια, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, τραγουδούσαν κρατώντας κλωνάρι δάφνης ή μυρτιάς). Ο $Πρόκλος* (Χρηστομ. 19) γράφει: "το δε Σκόλιο μέλος ήδετο παρά τους πότους· διό και παροίνιον έσθ' ότε καλούσι" (το σκόλιο μέλος τραγουδιόταν σε συμπόσια [φαγοπότια]· γι' αυτό και, καμιά φορά, το λένε παροίνιο). Κατά τον $Πίνδαρο*Πίνδαρος|, τα σκόλια μέλη επινοήθηκαν από τον $Τέρπανδρο*Τέρπανδρος| (Πλούτ. Περί μουσ. 1140F, 28). Βλ. Page PMG "Garmina convivalia", 471-482, αποσπ. 884-917.

, μέλος (από το σκόλιος, στριφτός, κυρτός, ελικοειδής, όχι ίσιος)· τραγούδι με συνοδεία λύρας που τραγουδιόταν προς το τέλος ενός συμποσίου. Συνήθως, ένας από τους πιο επιδέξιους συνδαιτυμόνες άρχιζε πρώτος το τραγούδι, κρατώντας ταυτόχρονα στο χέρι του ένα κλωνάρι μυρτιάς. Όταν τελείωνε το τραγούδι του, παρέδιδε το κλωνάρι σ' έναν άλλο συνδαιτυμόνα, όχι όμως σε εκείνον που καθόταν πλάι του, κι έτσι συνέχιζαν, χωρίς να τηρούν σειρά (Αθήν. IE', 694A-B).
Στα FHG (II, 248, απόσπ. 43) διαβάζουμε την ερμηνεία που δίνει στον όρο ο Δικαίαρχος από τη Μεσσήνη: "το δε υπό των συνετωτάτων, ως έτυχεν τη τάξει, ο δή καλείσθαι δια την τάξιν σκολιόν" (και [τρίτο] εκείνο που τραγουδιόταν από τους εμπειρότερους συνδαιτυμόνες, όπως ήταν καθισμένοι στην τύχη, και το οποίο τραγούδι ονομαζόταν σκολιόν, εξαιτίας της [ελικοειδούς] σειράς με την οποία το τραγουδούσαν). Και (ό.π. απόσπ. 44) Schol. Aristoph. Νεφέλαι 1364: "Δικαίαρχος εν τω Περί μουσικών αγώνων... οι τε γαρ άδοντες εν τοις συμποσίοις εκ παλαιάς τινος παραδόσεως κλώνα δάφνης ή μυρρίνης λαβόντες άδουσι" (ο Δικαίαρχος στο έργο του Περί μουσικών αγώνων [λέει ότι] ...στα συμπόσια, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, τραγουδούσαν κρατώντας κλωνάρι δάφνης ή μυρτιάς). Ο Πρόκλος (Χρηστομ. 19) γράφει: "το δε Σκόλιο μέλος ήδετο παρά τους πότους· διό και παροίνιον έσθ' ότε καλούσι" (το σκόλιο μέλος τραγουδιόταν σε συμπόσια [φαγοπότια]· γι' αυτό και, καμιά φορά, το λένε παροίνιο). Κατά τον Πίνδαρο, τα σκόλια μέλη επινοήθηκαν από τον Τέρπανδρο (Πλούτ. Περί μουσ. 1140F, 28).

Βλ. Page PMG "Garmina convivalia", 471-482, αποσπ. 884-917.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: