σκυτάλιον υποκοριστικό του σκύταλον· ένας πολύ μικρός $αυλός*. Πολυδ. (IV, 82): "και σκυτάλια, μικρών αυλίσκων ονόματα".
Ο $έλυμος* αυλός επονομαζόταν και σκυταλίας, γιατί έμοιαζε με τη σκυτάλη στο πάχος· Αθήν (Δ', 79, 177Α): "ονομάζεσθαι δε και σκυταλίας κατ' εμφέρειαν του πάχους" ([οι έλυμοι αυλοί] ονομάζονταν σκυταλίες για την ομοιότητα τους στο πάχος [με τη σκυτάλη]).
Σκυτάλη, καθώς είναι γνωστό, ήταν ένα ξύλινο ραβδί, που οι Σπαρτιάτες· χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά ειδικών ή μυστικών μηνυμάτων.
, υποκοριστικό του σκύταλον· ένας πολύ μικρός αυλός. Πολυδ. (IV, 82): "και σκυτάλια, μικρών αυλίσκων ονόματα". Ο έλυμος αυλός επονομαζόταν και σκυταλίας, γιατί έμοιαζε με τη σκυτάλη στο πάχος· Αθήν (Δ', 79, 177Α): "ονομάζεσθαι δε και σκυταλίας κατ' εμφέρειαν του πάχους" ([οι έλυμοι αυλοί] ονομάζονταν σκυταλίες για την ομοιότητα τους στο πάχος [με τη σκυτάλη]). Σκυτάλη, καθώς είναι γνωστό, ήταν ένα ξύλινο ραβδί, που οι Σπαρτιάτες· χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά ειδικών ή μυστικών μηνυμάτων.
|
|