σπονδαύλης ο $αυλητής* που έπαιζε το λεγόμενο $σπονδαύλιον μέλος* κατά την τέλεση των επίσημων σπονδών και όρκων. Σπονδαυλώ· παίζω $αυλό*αυλός| κατά τη σπονδή. , ο αυλητής που έπαιζε το λεγόμενο σπονδαύλιον μέλος κατά την τέλεση των επίσημων σπονδών και όρκων. Σπονδαυλώ· παίζω αυλό κατά τη σπονδή.
|
|