σπονδειακός αυλός ο $αυλός* που χρησιμοποιούνταν από τον σπονδαύλη κατά τις σπονδές· συνόδευε το τραγούδι κατά την εκτέλεση των ύμνων. Πολυδ. (IV, 81): "ήρμοττον δε προς ύμνοις μεν οι σπονδειακοί [αυλοί]" (οι σπονδειακοί [αυλοί] ήταν κατάλληλοι για τους $ύμνους*ύμνος|). , ο αυλός που χρησιμοποιούνταν από τον σπονδαύλη κατά τις σπονδές· συνόδευε το τραγούδι κατά την εκτέλεση των ύμνων. Πολυδ. (IV, 81): "ήρμοττον δε προς ύμνοις μεν οι σπονδειακοί [αυλοί]" (οι σπονδειακοί [αυλοί] ήταν κατάλληλοι για τους ύμνους).
|
|