σπονδειακός τρόπος ή σπονδειάζων τρόπος· σπονδειακό ύφος ή κλίμακα. Η κλίμακα στην οποία γινόταν χρήση του $σπονδειασμού*σπονδειασμός| (ανύψωση ενός $φθόγγου*τρόπος| κατά τρεις $διέσεις*δίεσις|). , ή σπονδειάζων τρόπος· σπονδειακό ύφος ή κλίμακα. Η κλίμακα στην οποία γινόταν χρήση του σπονδειασμού (ανύψωση ενός φθόγγου κατά τρεις διέσεις).
|
|