αντίχορδος (α) ο ήχος που βρίσκεται σε συμφωνία με άλλον ήχο· Ησ.: "αντίχορδα, σύγχορδα, ισόχορδα".
(β) επίσης, με την αντίθετη σημασία, σε διαφωνία με άλλον ήχο. Πλούτ. (Συμποσιακά IV, 1, 663F): "και ταύτα μεν ως αντίχορδα κείσθω τοις υπό σου πεφιλοσοφημένοις" (αυτά ας είναι η απάντησή μου σε αντίθεση προς τους συλλογισμούς σου).
Βλ. επίσης τα λ. $αντίφωνον* και $αντίφθογγος*.
, (α) ο ήχος που βρίσκεται σε συμφωνία με άλλον ήχο· Ησ.: "αντίχορδα, σύγχορδα, ισόχορδα". (β) επίσης, με την αντίθετη σημασία, σε διαφωνία με άλλον ήχο. Πλούτ. (Συμποσιακά IV, 1, 663F): "και ταύτα μεν ως αντίχορδα κείσθω τοις υπό σου πεφιλοσοφημένοις" (αυτά ας είναι η απάντησή μου σε αντίθεση προς τους συλλογισμούς σου).
Βλ. επίσης τα λ. αντίφωνον και αντίφθογγος.
|
|