στάσιμον μέλος· το χορικό που τραγουδιόταν μετά την $πάροδο*πάροδος|, όταν ο χορός είχε κιόλας πάρει τη θέση του (στάσιν) στην $ορχήστρα*. Η λέξη, χρησιμοποιούμενη ως ουσιαστικό, είχε την ίδια σημασία. Το επίθετο στάσιμος σήμαινε μεταφορικά ήσυχος, μεγαλοπρεπής, σοβαρός.
Βλ. λ. $ήθος* , μέλος· το χορικό που τραγουδιόταν μετά την πάροδο, όταν ο χορός είχε κιόλας πάρει τη θέση του (στάσιν) στην ορχήστρα. Η λέξη, χρησιμοποιούμενη ως ουσιαστικό, είχε την ίδια σημασία. Το επίθετο στάσιμος σήμαινε μεταφορικά ήσυχος, μεγαλοπρεπής, σοβαρός.
Βλ. λ. ήθος
|
|