αντίψαλμος σύμφωνος στην ογδόη (το τραγούδι σε συμφωνία με τη συνοδεύουσα $κιθάρα*, που παίζεται με τα δάχτυλα, χωρίς $πλήκτρον*)· ήχος παιγμένος στην 8η του τραγουδιού.
Το ρ. αντιψάλλω σήμαινε παίζω ένα $έγχορδο όργανο*έγχορδα| (χωρίς πλήκτρο) σε συνοδεία προς ένα τραγούδι. $Αριστοφάνης* Όρνιθες 218-219: "τοις σοις ελέγοις αντιψάλλων ελεφαντόδετον φόρμιγγα" ([Ο Φοίβος] παίζοντας σε συνοδεία προς τους θρήνους σου την ελεφαντοκόλλητη $φόρμιγγά*φόρμιγξ| του). , σύμφωνος στην ογδόη (το τραγούδι σε συμφωνία με τη συνοδεύουσα κιθάρα, που παίζεται με τα δάχτυλα, χωρίς πλήκτρον)· ήχος παιγμένος στην 8η του τραγουδιού. Το ρ. αντιψάλλω σήμαινε παίζω ένα έγχορδο όργανο (χωρίς πλήκτρο) σε συνοδεία προς ένα τραγούδι. Αριστοφάνης Όρνιθες 218-219: "τοις σοις ελέγοις αντιψάλλων ελεφαντόδετον φόρμιγγα" ([Ο Φοίβος] παίζοντας σε συνοδεία προς τους θρήνους σου την ελεφαντοκόλλητη φόρμιγγά του).
|
|