σύγκρουσις γρήγορη εναλλαγή δύο $φθόγγων*φθόγγος|, τρίλια (Δημ., LSJ). Πρβ. Πτολεμ. ΙΙ, 12, έκδ. Wallis III, 85· I.D. 67, 7.
Βλ. λ. $συριγμός*. , γρήγορη εναλλαγή δύο φθόγγων, τρίλια (Δημ., LSJ). Πρβ. Πτολεμ. ΙΙ, 12, έκδ. Wallis III, 85· I.D. 67, 7.
Βλ. λ. συριγμός.
|
|