Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

σύγχορος

σύντροφος στο $χορό*χορός| ($χορωδία*, κυρίως). Πρβ. λ. $συγχορευτής*.

, σύντροφος στο χορό (χορωδία, κυρίως).

Πρβ. λ. συγχορευτής.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: