συζυγία σύζευξη, σύνδεση κατά ζεύγη (LSJ, Δημ.). Κατά συζυγίαν, κατά ζεύγη· $Αριστείδης* (Mb 36, R.P.W.-I. 35): "κατά συζυγίαν μεν ούν εστι δύο ποδών απλών και ανομοίων σύνθεσις" ([σύνδεση] κατά συζυγία [ζεύγη] είναι η ένωση δύο απλών και ανόμοιων $ποδών*πους|). , σύζευξη, σύνδεση κατά ζεύγη (LSJ, Δημ.). Κατά συζυγίαν, κατά ζεύγη· Αριστείδης (Mb 36, R.P.W.-I. 35): "κατά συζυγίαν μεν ούν εστι δύο ποδών απλών και ανομοίων σύνθεσις" ([σύνδεση] κατά συζυγία [ζεύγη] είναι η ένωση δύο απλών και ανόμοιων ποδών).
|
|