Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

συμμετρία

και σύμμετρος· (α) συμμετρία· ορθή αναλογία, η ιδιότητα του να είναι κανείς σύμμετρος· αρμονία με μια γενική έννοια· (β) σύμμετρος· ανάλογος, ισόμετρος, συμμετρικός· σύμμετρα διαστήματα· που έχουν ορθές αναλογίες μεταξύ τους· συμμετρικά. Πτολεμ. (Αρμον. Ι, 10, εκδ. I.D. 24, 29): "ταις δε αισθήσεσιν ευληπτότερα τα συμμετρότερα" (τα πιο συμμετρικά [διαστήματα] είναι περισσότερο αντιληπτά από τις αισθήσεις).

, και σύμμετρος· (α) συμμετρία· ορθή αναλογία, η ιδιότητα του να είναι κανείς σύμμετρος· αρμονία με μια γενική έννοια· (β) σύμμετρος· ανάλογος, ισόμετρος, συμμετρικός· σύμμετρα διαστήματα· που έχουν ορθές αναλογίες μεταξύ τους· συμμετρικά. Πτολεμ. (Αρμον. Ι, 10, εκδ. I.D. 24, 29): "ταις δε αισθήσεσιν ευληπτότερα τα συμμετρότερα" (τα πιο συμμετρικά [διαστήματα] είναι περισσότερο αντιληπτά από τις αισθήσεις).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: