συμπλοκή (α) συνύφανση (πλέξιμο) διαφόρων φθόγγων· συνδυασμός (ή πλέξιμο) μιας νότας με άλλη ή άλλες (πρβ. Πτολεμ. Αρμον. ΙΙ, 12· επίσης Excerpta ex Nicom. 6).
(β) το πλέξιμο ή ο συνδυασμός χρόνων στο ρυθμό· Βακχ. (Εισαγ. 96): "Οι συνδυασμοί χρόνων στο $ρυθμό*ρυθμός| είναι τέσσερις: $βραχύς* με βραχύ, $μακρός*μακρόν| με μακρό, μακρός με βραχύ, $άλογος* με μακρό". , (α) συνύφανση (πλέξιμο) διαφόρων φθόγγων· συνδυασμός (ή πλέξιμο) μιας νότας με άλλη ή άλλες (πρβ. Πτολεμ. Αρμον. ΙΙ, 12· επίσης Excerpta ex Nicom. 6).
(β) το πλέξιμο ή ο συνδυασμός χρόνων στο ρυθμό· Βακχ. (Εισαγ. 96): "Οι συνδυασμοί χρόνων στο ρυθμό είναι τέσσερις: βραχύς με βραχύ, μακρός με μακρό, μακρός με βραχύ, άλογος με μακρό".
|
|