Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

συναυλία

καταρχήν η ταυτόχρονη εκτέλεση $αυλητών*αυλητής|· $συμφωνία* αυλητών. Πολυδ. (IV, 83): "Αθήνησι δε και συναυλία τις εκαλείτο συμφωνία τις αυλητών, εν Παναθηναίοις συναυλούντων" (στην Αθήνα συναυλία ονομαζόταν μια [σύμφωνη] εκτέλεση αυλητών, που έπαιζαν μαζί στα Παναθήναια). Ο Σήμος ο Δήλιος, στο πρώτο βιβλίο του έργου του Ιστορία της Δήλου (Αθήν. ΙΔ', 618Α, 9), ορίζει τη συναυλία ως ένα σύμφωνο αγώνα $αυλού*αυλός| και ρυθμού, χωρίς λόγια από τον εκτελεστή. Αλλά ο όρος χρησιμοποιούνταν γενικά με τη σημασία: (α) ενός ντουέτου αυλών, δηλ. της ταυτόχρονης εκτέλεσης από δύο αυλητές. Η εκτέλεση με $δίαυλο*δίαυλος| θεωρούνταν συναυλία· (β) ενός ντουέτου $κιθάρας*κιθάρα| και αυλού ή εκτέλεσης δύο οργάνων, ενός αυλού και οποιουδήποτε άλλου οργάνου. Μια παραλλαγή αυτού του δεύτερου ήταν η $έναυλος κιθάρισις* (σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού). Στη δεύτερη περίπτωση, το έγχορδο όργανο, συνήθως κιθάρα, έπαιζε το κύριο μέρος, ενώ ο αυλός συνόδευε (ίσως με μια διακοσμητική γραμμή). Πρβ. $ετεροφωνία*. Φαίνεται ότι η συναυλία στην αρχική της μορφή είχε πολύ παλαιά καταγωγή και, κατά την παράδοση, εφευρέθηκε από τον $Όλυμπο*Όλυμπος|. Η συναυλία ως σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού εισάγεται από τη σχολή του $Επίγονου*Επίγονος|. (Βλ. λ. $έναυλος κιθάρισις*.) Η λέξη σύναυλος σήμαινε σε συμφωνία με τον αυλό, αλλά επίσης σε συμφωνία με τη φωνή ή μ' ένα όργανο. Το ρήμα συναυλώ σήμαινε παίζω μαζί (σε συμφωνία) με αυλό· επίσης, συνοδεύω με αυλό. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 617, 8) αναφέρεται με τη δεύτερη σημασία του: "Πρατίνας δε ο Φλιάσιος... αγανακτήσας επί τω τους αυλητάς μή συναυλείν τοις χοροίς, καθάπερ ήν πάτριον" (αλλά ο Πρατίνας ο Φλιάσιος... αγανάκτησε γιατί οι αυλητές δε συνόδευαν τους χορούς [χορωδίες], με τον παραδοσιακό τρόπο). Βλ. τα λ. $προσαύλημα* και $προσαύλησις*.

, καταρχήν η ταυτόχρονη εκτέλεση αυλητών· συμφωνία αυλητών. Πολυδ. (IV, 83): "Αθήνησι δε και συναυλία τις εκαλείτο συμφωνία τις αυλητών, εν Παναθηναίοις συναυλούντων" (στην Αθήνα συναυλία ονομαζόταν μια [σύμφωνη] εκτέλεση αυλητών, που έπαιζαν μαζί στα Παναθήναια). Ο Σήμος ο Δήλιος, στο πρώτο βιβλίο του έργου του Ιστορία της Δήλου (Αθήν. ΙΔ', 618Α, 9), ορίζει τη συναυλία ως ένα σύμφωνο αγώνα αυλού και ρυθμού, χωρίς λόγια από τον εκτελεστή. Αλλά ο όρος χρησιμοποιούνταν γενικά με τη σημασία: (α) ενός ντουέτου αυλών, δηλ. της ταυτόχρονης εκτέλεσης από δύο αυλητές. Η εκτέλεση με δίαυλο θεωρούνταν συναυλία· (β) ενός ντουέτου κιθάρας και αυλού ή εκτέλεσης δύο οργάνων, ενός αυλού και οποιουδήποτε άλλου οργάνου. Μια παραλλαγή αυτού του δεύτερου ήταν η έναυλος κιθάρισις (σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού).
Στη δεύτερη περίπτωση, το έγχορδο όργανο, συνήθως κιθάρα, έπαιζε το κύριο μέρος, ενώ ο αυλός συνόδευε (ίσως με μια διακοσμητική γραμμή). Πρβ. ετεροφωνία.
Φαίνεται ότι η συναυλία στην αρχική της μορφή είχε πολύ παλαιά καταγωγή και, κατά την παράδοση, εφευρέθηκε από τον Όλυμπο. Η συναυλία ως σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού εισάγεται από τη σχολή του Επίγονου. (Βλ. λ. έναυλος κιθάρισις.)
Η λέξη σύναυλος σήμαινε σε συμφωνία με τον αυλό, αλλά επίσης σε συμφωνία με τη φωνή ή μ' ένα όργανο. Το ρήμα συναυλώ σήμαινε παίζω μαζί (σε συμφωνία) με αυλό· επίσης, συνοδεύω με αυλό. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 617, 8) αναφέρεται με τη δεύτερη σημασία του: "Πρατίνας δε ο Φλιάσιος... αγανακτήσας επί τω τους αυλητάς μή συναυλείν τοις χοροίς, καθάπερ ήν πάτριον" (αλλά ο Πρατίνας ο Φλιάσιος... αγανάκτησε γιατί οι αυλητές δε συνόδευαν τους χορούς [χορωδίες], με τον παραδοσιακό τρόπο).

Βλ. τα λ. προσαύλημα και προσαύλησις.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: