συναφή σύζευξη, ειδικά δύο $τετραχόρδων*τετράχορδον|. Όταν δύο συνεχή τετράχορδα έχουν ένα κοινό $φθόγγο*φθόγγος|, δηλ. όταν η ψηλότερη νότα του χαμηλότερου τετραχόρδου είναι ταυτόχρονα και η πρώτη του ψηλότερου τετραχόρδου. Υπάρχουν τρεις συναφές,
(1) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο υπατών με το τετράχορδο μέσων,
(2) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο μέσων με το τετράχορδο των συνημμένων,
(3) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο διεζευγμένων με το τετράχορδο των υπερβολαίων:
Η πρώτη συναφή (1) λεγόταν βαρυτάτη, η δεύτερη (2) μέση και η τρίτη (3) οξυτάτη (πρβ. Βακχ. Εισαγ. 81· Μαν. Βρυέν. Wallis III, 504).
Ο κοινός φθόγγος των δύο τετραχόρδων ονομαζόταν συναπτών φθόγγος. , σύζευξη, ειδικά δύο τετραχόρδων. Όταν δύο συνεχή τετράχορδα έχουν ένα κοινό φθόγγο, δηλ. όταν η ψηλότερη νότα του χαμηλότερου τετραχόρδου είναι ταυτόχρονα και η πρώτη του ψηλότερου τετραχόρδου. Υπάρχουν τρεις συναφές, (1) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο υπατών με το τετράχορδο μέσων, (2) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο μέσων με το τετράχορδο των συνημμένων, (3) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο διεζευγμένων με το τετράχορδο των υπερβολαίων:
Η πρώτη συναφή (1) λεγόταν βαρυτάτη, η δεύτερη (2) μέση και η τρίτη (3) οξυτάτη (πρβ. Βακχ. Εισαγ. 81· Μαν. Βρυέν. Wallis III, 504).
Ο κοινός φθόγγος των δύο τετραχόρδων ονομαζόταν συναπτών φθόγγος.
|
|