Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

σύντονος

τεντωμένος, ψηλός, οξύς. (α) Μια χρόα στο σχηματισμό του διατονικού γένους, σύμφωνα με την οποία η σειρά των διαστημάτων στο τετράχορδο ήταν: ημιτόνιο - τόνος - τόνος· βλ. λ. $διάτονον* γένος. Ο όρος σύντονος χρησιμοποιούνταν κάποτε στο χρωματικό γένος αντί για τον όρο τονιαίον. Η σειρά των διαστημάτων στο σύντονο χρωματικό ήταν: ημιτόνιο - ημιτόνιο - ένας και μισός τόνος· βλ. λ. $χρωματικόν* γένος. (β) Ο όρος σύντονος συναντάται και στην περίπτωση των αρμονιών, σε αντίθεση με τον όρο ανειμένος (χαλαρός)· π.χ. σύντονος $αρμονία*, μη χαλαρή αρμονία. Βλ. λ. $χαλαρός*.

, τεντωμένος, ψηλός, οξύς. (α) Μια χρόα στο σχηματισμό του διατονικού γένους, σύμφωνα με την οποία η σειρά των διαστημάτων στο τετράχορδο ήταν: ημιτόνιο - τόνος - τόνος· βλ. λ. διάτονον γένος. Ο όρος σύντονος χρησιμοποιούνταν κάποτε στο χρωματικό γένος αντί για τον όρο τονιαίον. Η σειρά των διαστημάτων στο σύντονο χρωματικό ήταν: ημιτόνιο - ημιτόνιο - ένας και μισός τόνος· βλ. λ. χρωματικόν γένος.

(β) Ο όρος σύντονος συναντάται και στην περίπτωση των αρμονιών, σε αντίθεση με τον όρο ανειμένος (χαλαρός)· π.χ. σύντονος αρμονία, μη χαλαρή αρμονία.

Βλ. λ. χαλαρός.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: