συνωδία και συνωδός· (α) συνωδία· ταυτόχρονο τραγούδισμα, και κατ' επέκταση ταυτόχρονη ήχηση. Μεταφορικά, αρμονικό (σύμφωνο) τραγούδισμα (Πολυδ. IV, 106).
(β) συνωδός και συναοιδός· ο τραγουδιστής που τραγουδά σε συμφωνία (ταυτοφωνία) με άλλους. Κατ' επέκταση, ο εκτελεστής οργάνου που παίζει σε ταυτοφωνία με τη φωνή ή με άλλο όργανο. Αντίθ. $διαείδω* (β).
Βλ. λ. $συγχορδία*.
, και συνωδός· (α) συνωδία· ταυτόχρονο τραγούδισμα, και κατ' επέκταση ταυτόχρονη ήχηση. Μεταφορικά, αρμονικό (σύμφωνο) τραγούδισμα (Πολυδ. IV, 106).
(β) συνωδός και συναοιδός· ο τραγουδιστής που τραγουδά σε συμφωνία (ταυτοφωνία) με άλλους. Κατ' επέκταση, ο εκτελεστής οργάνου που παίζει σε ταυτοφωνία με τη φωνή ή με άλλο όργανο. Αντίθ. διαείδω (β).
Βλ. λ. συγχορδία.
|
|