Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

συρίγγιον

υποκοριστικό του $σύριγξ*· μια μικρή σύριγγα, μικρός σωλήνας που χρησίμευε και ως τονοδότης.

, υποκοριστικό του σύριγξ· μια μικρή σύριγγα, μικρός σωλήνας που χρησίμευε και ως τονοδότης.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: