τετράκωμος (α) είδος πολεμικού χορού· επίσης, θριαμβευτικό ($επινίκιον*) τραγούδι και χορός προς τιμή του Ηρακλή. Πολυδ. (Περί ορχήσεως IV, 100): "και τετράκωμος, Ηρακλέους ιερά και πολεμική [όρχησις]" (πρβ. και IV, 105). Ησυχ. : "τετράκωμος, μέλος τι σύν ορχήσει πεποιημένον εις Ηρακλέα επινίκιον" (τετράκωμος, επινίκιο τραγούδι με χορό προς τιμή του Ηρακλή).
(β) είδος αύλησης που περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα.
Βλ. λ. $αύλησις*.
, (α) είδος πολεμικού χορού· επίσης, θριαμβευτικό (επινίκιον) τραγούδι και χορός προς τιμή του Ηρακλή. Πολυδ. (Περί ορχήσεως IV, 100): "και τετράκωμος, Ηρακλέους ιερά και πολεμική [όρχησις]" (πρβ. και IV, 105). Ησυχ. : "τετράκωμος, μέλος τι σύν ορχήσει πεποιημένον εις Ηρακλέα επινίκιον" (τετράκωμος, επινίκιο τραγούδι με χορό προς τιμή του Ηρακλή).
(β) είδος αύλησης που περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα.
Βλ. λ. αύλησις.
|
|