Skip to main content.

GREEK MUSIC THESAURUS

τυμβαύλης

$αυλητής* που έπαιζε σε μια κηδεία, κατά την επικήδεια πομπή ή και πάνω από τον τάφο. Δίων Χρυσ. (2, 251): "το καλείσθαι αυλητάς τους τυμβαύλας".

, αυλητής που έπαιζε σε μια κηδεία, κατά την επικήδεια πομπή ή και πάνω από τον τάφο. Δίων Χρυσ. (2, 251): "το καλείσθαι αυλητάς τους τυμβαύλας".





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Entry: