Skip to main content.

GREEK MUSIC THESAURUS

ψιλός

(επίθ.)· γενική σημασία: γυμνός, άτριχος κτλ. Στην ποίηση: ψιλός λόγος· πρόζα, χωρίς στίχους. ψιλαί λέξεις· λόγια που δεν τραγουδιούνται, ομιλίες. Στη μουσική: ψιλή αύλησις· σόλο αυλού. ψιλός αυλητής· αυλητής που παίζει μόνος, σολίστ. ψιλή κιθάρισις· σόλο κιθάρας. ψιλόν μέλος· οργανική μελωδία, χωρίς λόγια. ψιλόν μέρος· σόλο. ψιλόν όργανον· η ανθρώπινη φωνή. Ανών. (Bell. 28, 17): "ψιλά δε, όργανον μεν κύριον το του ανθρώπου, δι' ου μελωδούμεν" (ψιλά· το κύριο όργανο του ανθρώπου με το οποίο τραγουδούμε). ψιλή όρχησις· όρχηση (χορός) χωρίς μουσική συνοδεία. ψιλή φωνή· ο απλός ήχος της ανθρώπινης φωνής σε αντιδιαστολή προς τον μελωδικό [τραγουδιστό] τόνο. κρούω τας χορδάς ψιλαίς χερσίν· χτυπώ τις χορδές με γυμνά χέρια [δάχτυλα], χωρίς πλήκτρο. ψιλοκιθαριστική· η τέχνη της εκτέλεσης στην κιθάρα (σόλο, χωρίς τραγούδι). ψιλοκιθαριστής· σόλο κιθαριστής· σολίστ κιθάρας. Ο $Πλάτων* (Νόμοι Β', 669Ε) επέκρινε την ψιλή κιθάριση και την ψιλή αυληση, το χωρισμό, όπως λέει, του ρυθμού και της μελωδίας από τα λόγια· "είναι αδύνατο να καταλάβεις τί θέλουν να εκφράσουν ο ρυθμός και η αρμονία, χωρίς λόγια". Βλ. λ. $άμουσος*. Σημείωση: Ο Α. J. Η. Vincent δημοσίευσε μια ενδιαφέρουσα μελέτη για τη λέξη ψιλός (Sur le mot ψιλός) στις Notices του, τόμ. XVI, μέρος ΙΙ, σσ. 112-118, σημ. D, Παρίσι 1847. Αρκετό υλικό του λήμματος "ψιλός" στην Εγκυκλοπαίδεια του Σ. Μιχαηλίδη έχει αντληθεί από αυτή τη μελέτη.

, (επίθ.)· γενική σημασία: γυμνός, άτριχος κτλ.

Στην ποίηση:
ψιλός λόγος· πρόζα, χωρίς στίχους.
ψιλαί λέξεις· λόγια που δεν τραγουδιούνται, ομιλίες.

Στη μουσική:

ψιλή αύλησις· σόλο αυλού.
ψιλός αυλητής· αυλητής που παίζει μόνος, σολίστ.
ψιλή κιθάρισις· σόλο κιθάρας.
ψιλόν μέλος· οργανική μελωδία, χωρίς λόγια.
ψιλόν μέρος· σόλο.
ψιλόν όργανον· η ανθρώπινη φωνή. Ανών. (Bell. 28, 17): "ψιλά δε, όργανον μεν κύριον το του ανθρώπου, δι' ου μελωδούμεν" (ψιλά· το κύριο όργανο του ανθρώπου με το οποίο τραγουδούμε).
ψιλή όρχησις· όρχηση (χορός) χωρίς μουσική συνοδεία.
ψιλή φωνή· ο απλός ήχος της ανθρώπινης φωνής σε αντιδιαστολή προς τον μελωδικό [τραγουδιστό] τόνο.
κρούω τας χορδάς ψιλαίς χερσίν· χτυπώ τις χορδές με γυμνά χέρια [δάχτυλα], χωρίς πλήκτρο.
ψιλοκιθαριστική· η τέχνη της εκτέλεσης στην κιθάρα (σόλο, χωρίς τραγούδι).
ψιλοκιθαριστής· σόλο κιθαριστής· σολίστ κιθάρας. Ο Πλάτων (Νόμοι Β', 669Ε) επέκρινε την ψιλή κιθάριση και την ψιλή αυληση, το χωρισμό, όπως λέει, του ρυθμού και της μελωδίας από τα λόγια· "είναι αδύνατο να καταλάβεις τί θέλουν να εκφράσουν ο ρυθμός και η αρμονία, χωρίς λόγια".

Βλ. λ. άμουσος.

Σημείωση: Ο Α. J. Η. Vincent δημοσίευσε μια ενδιαφέρουσα μελέτη για τη λέξη ψιλός (Sur le mot ψιλός) στις Notices του, τόμ. XVI, μέρος ΙΙ, σσ. 112-118, σημ. D, Παρίσι 1847. Αρκετό υλικό του λήμματος "ψιλός" στην Εγκυκλοπαίδεια του Σ. Μιχαηλίδη έχει αντληθεί από αυτή τη μελέτη.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Entry: