Skip to main content.

GREEK MUSIC THESAURUS

ακρότητα (τα)

μουσικός όρος της ελλ. αρχαιότητας για 'κείνα που δεν παίχτηκαν κι έτσι δεν ήχησαν αρμονικά· επομένως, όρος για τα άμουσα, τα παράτονα, τα παράφωνα. "Μέλη πάραυλα κ' {ακρότητα κύμβαλα" ("Τραγούδια φάλτσα και κακόφωνα κύμβαλα").

,





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Entry: