βατήρ 1. $χορδοτόνος* ή χορδοτόνιον· πλάκα πάνω στην οποία δένονταν οι χορδές. Επίσης, είδος κλειδιού κουρδίσματος (βλ. λ. $λύρα*). Ο $Νικόμαχος* στο Εγχειρίδιό του (6, C.v.J. 248, Mb 13) αναφέρεται σ' αυτό: "μετέθηκεν ευμηχάνως την μεν των χορδών κοινήν απόδεσιν εκ του διαγωνίου πασσάλου εις τον του οργάνου βατήρα, ον χορδοτόνον ωνόμαζον" ([ο $Πυθαγόρας*] επιδέξια μετέφερε το κοινό δέσιμο των χορδών από τον διαγώνιο πάσσαλο στο βατήρα του οργάνου, που τον ονόμαζαν χορδοτόνον).
2. μέρος του $αυλού*αυλός|, πιθανόν το χαμηλότερο τμήμα του. Πρβ. Νικόμ. 10, C.v.J. 255, Mb 19 , 1. χορδοτόνος ή χορδοτόνιον· πλάκα πάνω στην οποία δένονταν οι χορδές. Επίσης, είδος κλειδιού κουρδίσματος (βλ. λ. λύρα). Ο Νικόμαχος στο Εγχειρίδιό του (6, C.v.J. 248, Mb 13) αναφέρεται σ' αυτό: "μετέθηκεν ευμηχάνως την μεν των χορδών κοινήν απόδεσιν εκ του διαγωνίου πασσάλου εις τον του οργάνου βατήρα, ον χορδοτόνον ωνόμαζον" ([ο Πυθαγόρας] επιδέξια μετέφερε το κοινό δέσιμο των χορδών από τον διαγώνιο πάσσαλο στο βατήρα του οργάνου, που τον ονόμαζαν χορδοτόνον).
2. μέρος του αυλού, πιθανόν το χαμηλότερο τμήμα του. Πρβ. Νικόμ. 10, C.v.J. 255, Mb 19
|
|