Skip to main content.

GREEK MUSIC THESAURUS

διάλεκτος

στη μουσική συναντάται με τη σημασία του στιλ, τρόπου έκφρασης· κατά τον Th. Reinach "φραζάρισμα" ("phrase"· βλ. Η. Weil et Th. Rein. Plut. mus. σημ. 359, σ. 140). Κρουματική διάλεκτος (Πλούτ. Περί μουσ. Γ132Β, 21) = μουσικό (ή οργανικό) στιλ. Ο Reinach μεταφράζει: "το μελωδικό σχήμα που εκτελείται πάνω στο όργανο"· βλ. ό.π. σημ. 202, σ. 85. Η λέξη, στην περίπτωση οργάνων, σήμαινε: ποιότητα, χρώμα. Βλ. λ. $κρούμα*.

, στη μουσική συναντάται με τη σημασία του στιλ, τρόπου έκφρασης· κατά τον Th. Reinach "φραζάρισμα" ("phrase"· βλ. Η. Weil et Th. Rein. Plut. mus. σημ. 359, σ. 140).
Κρουματική διάλεκτος (Πλούτ. Περί μουσ. Γ132Β, 21) = μουσικό (ή οργανικό) στιλ. Ο Reinach μεταφράζει: "το μελωδικό σχήμα που εκτελείται πάνω στο όργανο"· βλ. ό.π. σημ. 202, σ. 85.
Η λέξη, στην περίπτωση οργάνων, σήμαινε: ποιότητα, χρώμα. Βλ. λ. κρούμα.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Entry: