διαύλιον ιντερλούντιο για σόλο $αυλού*αυλός|, που εκτελείται ανάμεσα σε δύο μέρη ενός χορικού τραγουδιού, κατά τη διάρκεια μιας διακοπής του χορού. Βλ. λ. $διάψαλμα*. Η λέξη εμφανίζεται και ως διαύλειον στη $Σούδα*.
, ιντερλούντιο για σόλο αυλού, που εκτελείται ανάμεσα σε δύο μέρη ενός χορικού τραγουδιού, κατά τη διάρκεια μιας διακοπής του χορού. Βλ. λ. διάψαλμα. Η λέξη εμφανίζεται και ως διαύλειον στη Σούδα.
|
|