άλυρος χωρίς $λύρα*, χωρίς συνοδεία λύρας (LSJ). Άλυρον μέλος· μια μελωδία χωρίς συνοδεία λύρας. Μεταφορικά, άλυρος σήμαινε λυπηρός, μελαγχολικός, πένθιμος. Βλ. λ. $άχορδος*.
, χωρίς λύρα, χωρίς συνοδεία λύρας (LSJ). Άλυρον μέλος· μια μελωδία χωρίς συνοδεία λύρας. Μεταφορικά, άλυρος σήμαινε λυπηρός, μελαγχολικός, πένθιμος. Βλ. λ. άχορδος.
|
|