Skip to main content.

GREEK MUSIC THESAURUS

καλλίχορος

ωραίος, καλός στο χορό (για τον Απόλλωνα)· που ταιριάζει σε ωραίους χορούς· εμφανίζεται και αντί του καλλίχωρος, με ωραίους τόπους για χορό (LSJ).

, ωραίος, καλός στο χορό (για τον Απόλλωνα)· που ταιριάζει σε ωραίους χορούς· εμφανίζεται και αντί του καλλίχωρος, με ωραίους τόπους για χορό (LSJ).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Entry: