κιθαριστική η τέχνη του $κιθαριστή*κιθαριστής|· ιδιαίτερα της εκτέλεσης σόλο κιθάρας· ένας όρος σχεδόν συνώνυμος με την ψιλοκιθαριστική (βλ. λ. $ψιλός*). Τα κομμάτια της κιθαριστικής ονομάζονταν καμιά φορά και άφωνα κρούματα (χωρίς φωνή, στην περίπτωση αυτή χωρίς τραγούδι)· Παυσανίας (Ι', 7, 7): "ογδόη δε Πυθιάδι προσενομοθέτησαν κιθαρίστας τους επί κρουμάτων των αφώνων και Τεγεάτης εστεφανούτο Αγέλαος" (στην όγδοη Πυθιάδα πρόσθεσαν με νόμο τους κιθαριστές που έπαιζαν χωρίς τραγούδι· και ο $Αγέλαος ο Τεγεάτης*Αγέλαος| ήταν ο πρώτος που στεφανώθηκε νικητής). , η τέχνη του κιθαριστή· ιδιαίτερα της εκτέλεσης σόλο κιθάρας· ένας όρος σχεδόν συνώνυμος με την ψιλοκιθαριστική (βλ. λ. ψιλός). Τα κομμάτια της κιθαριστικής ονομάζονταν καμιά φορά και άφωνα κρούματα (χωρίς φωνή, στην περίπτωση αυτή χωρίς τραγούδι)· Παυσανίας (Ι', 7, 7): "ογδόη δε Πυθιάδι προσενομοθέτησαν κιθαρίστας τους επί κρουμάτων των αφώνων και Τεγεάτης εστεφανούτο Αγέλαος" (στην όγδοη Πυθιάδα πρόσθεσαν με νόμο τους κιθαριστές που έπαιζαν χωρίς τραγούδι· και ο Αγέλαος ο Τεγεάτης ήταν ο πρώτος που στεφανώθηκε νικητής).
|
|