μονωδία όπως και σήμερα, μονωδία· επίσης, θρήνος, θρηνωδία. Κυρίως το τραγούδι ενός προσώπου, αλλά κατ' επέκταση μια εκτέλεση σόλο. Ο $Πλάτων* (Νόμοι ς', 764D-E) δίνει καθαρά στον όρο μια γενική σημασία, όταν εισηγείται να κρίνουν τους σολίστ (εκτελεστές που διαγωνίζονται μόνοι, σε "μονωδία") άλλοι δικαστές (κριτές) και άλλοι εκείνους που διαγωνίζονται σε χορικό τραγούδι (χορωδία): "...μουσικής δε ετέρους μέν τους περί μονωδίαν τε και μιμητικήν, οίον ραψωδών και κιθαρωδών και αυλητών και πάντων των τοιούτων αθλοθέτας ετέρους πρέπον αν είη γίγνεσθαι, των δε περί χορωδίαν άλλους".
μονώδιον· υποκοριστικό του μονωδία. , όπως και σήμερα, μονωδία· επίσης, θρήνος, θρηνωδία. Κυρίως το τραγούδι ενός προσώπου, αλλά κατ' επέκταση μια εκτέλεση σόλο. Ο Πλάτων (Νόμοι ς', 764D-E) δίνει καθαρά στον όρο μια γενική σημασία, όταν εισηγείται να κρίνουν τους σολίστ (εκτελεστές που διαγωνίζονται μόνοι, σε "μονωδία") άλλοι δικαστές (κριτές) και άλλοι εκείνους που διαγωνίζονται σε χορικό τραγούδι (χορωδία): "...μουσικής δε ετέρους μέν τους περί μονωδίαν τε και μιμητικήν, οίον ραψωδών και κιθαρωδών και αυλητών και πάντων των τοιούτων αθλοθέτας ετέρους πρέπον αν είη γίγνεσθαι, των δε περί χορωδίαν άλλους".
μονώδιον· υποκοριστικό του μονωδία.
|
|