μουσούργημα μέλος· μουσικό κομμάτι (από το μουσουργώ, συνθέτω μέλη, μουσοποιώ).
μουσουργία· η τέχνη της γραφής λυρικής ποίησης ή της σύνθεσης μελών.
Πρβ. $μελοποιία*. , μέλος· μουσικό κομμάτι (από το μουσουργώ, συνθέτω μέλη, μουσοποιώ).
μουσουργία· η τέχνη της γραφής λυρικής ποίησης ή της σύνθεσης μελών.
Πρβ. μελοποιία.
|
|