Skip to main content.

GREEK MUSIC THESAURUS

μουσούργημα

μέλος· μουσικό κομμάτι (από το μουσουργώ, συνθέτω μέλη, μουσοποιώ). μουσουργία· η τέχνη της γραφής λυρικής ποίησης ή της σύνθεσης μελών. Πρβ. $μελοποιία*.

, μέλος· μουσικό κομμάτι (από το μουσουργώ, συνθέτω μέλη, μουσοποιώ).

μουσουργία· η τέχνη της γραφής λυρικής ποίησης ή της σύνθεσης μελών.

Πρβ. μελοποιία.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Entry: