οξύς και οξύτης· οξύς· ψηλός (ή διαπεραστικός) φθόγγος (αντίθ. βαρύς). οξύτης· ένταση στο ύψος· το αποτέλεσμα της "$επίτασης*επίτασις|". Αριστόξενος (Αρμ. Ι, 10, 27 Mb): "οξύτης δε το γενόμενον δια της επιτάσεως" (οξύτητα είναι το αποτέλεσμα που παράγεται από το τέντωμα της χορδής). Κατά τον Αριστοτέλη (Προβλ. XIX, 8) το οξύ ήταν λιγότερο σημαντικό από το χαμηλό. Στην προσωδία οξεία, ο τόνος. , και οξύτης· οξύς· ψηλός (ή διαπεραστικός) φθόγγος (αντίθ. βαρύς). οξύτης· ένταση στο ύψος· το αποτέλεσμα της "επίτασης". Αριστόξενος (Αρμ. Ι, 10, 27 Mb): "οξύτης δε το γενόμενον δια της επιτάσεως" (οξύτητα είναι το αποτέλεσμα που παράγεται από το τέντωμα της χορδής). Κατά τον Αριστοτέλη (Προβλ. XIX, 8) το οξύ ήταν λιγότερο σημαντικό από το χαμηλό. Στην προσωδία οξεία, ο τόνος.
|
|