Skip to main content.

GREEK MUSIC THESAURUS

σάλπιγξ

ήταν κατασκευασμένη είτε από χαλκό (η ίσια) είτε από κέρατο (η καμπυλωτή). Και οι δύο είχαν $επιστόμιο*επιστομίς|. Η κεράτινη σάλπιγγα ονομαζόταν $κέρας*. Η σάλπιγγα δε χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες για καθαρά μουσικούς σκοπούς. Συνήθως, χρησιμοποιούνταν για τα πολεμικά σαλπίσματα ή από τους κήρυκες· καμιά φορά, επίσης, για τελετουργικούς σκοπούς και, στην περίπτωση αυτή, η σάλπιγγα λεγόταν σάλπιγξ η ιερά. Η σάλπιγγα είχε τυρρηνική (ετρουσκική) προέλευση· Αθήν (Δ', 184Α, 82): "Τυρρηνών δ' εστίν εύρημα κέρατά τε και σάλπιγγες" (και τα κέρατα [σάλπιγγες από κέρατο] και οι σάλπιγγες έχουν εφευρεθεί από τους Τυρρηνούς). Και ο $Πολυδεύκης* (IV, 75) λέει: "και κερατι μεν αυλείν Τυρρηνοί νομίζουσι" (και οι Τυρρηνοί συνηθίζουν να παίζουν τα κέρατα). Η χρήση του "αυλείν" με τη σημασία του παίζω το κέρας ή τη σάλπιγγα είναι χαρακτηριστική και δείχνει τη γενική χρήση του $αυλού*αυλός| για όλα τα πνευστά. Η λ. σάλπιγξ πρωτοεμφανίζεται στον Όμηρο (Ιλιάς Σ 219). Διάφορα είδη σαλπίγγων ήταν γνωστά: (1) η ελληνική (μακριά στο σχήμα), (2) η αιγυπτιακή (στρογγυλή), (3) η γαλατική (χυτή, "χωνευτή"), ονομαζόμενη κάρνυξ από τους Κέλτες (οξύφωνη), (4) η παφλαγονική (μεγαλύτερη από την ελληνική, βαρύφωνη), (5) η μηδική (με καλαμένιο σωλήνα) και (6) η $τυρσηνική*Τυρρηνός| (όμοια με τον φρυγικό αυλό, με κυρτό κώδωνα και πολύ οξύφωνη). Πρβ. Θησ. Ελλ. Γλ. Ζ', στήλ. 45. Μια ελληνική $σάλπιγγα*σάλπιγξ| κατασκευασμένη από 13 τμήματα (κομμάτια) από ελεφαντόδοντο, ταιριασμένα το ένα μέσα στο άλλο, βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Βοστώνη (Κ. Sachs Hist. 145). Το επίθετο τυρρηνικός σήμαινε μεταφορικά δυνατός· τυρρηνική σάλπιγξ· σάλπιγγα ιδιαίτερα ηχηρή. Βλ. λ. $βυκάνη*. Σαλπιγκτής, σαλπιστής· ο εκτελεστής της σάλπιγγας. Επίσης, στην αττική διάλεκτο, σαλπικτής (Μοίρ. Λέξ. 354). Βιβλιογραφία: Θησ. Ελλ. Γλ. Ζ', Παρίσι 1848-1854, λ. σάλπιγξ, στ. 45. Κ. Sachs Hist., Ν. Υόρκη 1940· σάλπιγγες, trumpets, σσ. 145-148. Μ. Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949, σσ. 60-61.

, ήταν κατασκευασμένη είτε από χαλκό (η ίσια) είτε από κέρατο (η καμπυλωτή). Και οι δύο είχαν επιστόμιο. Η κεράτινη σάλπιγγα ονομαζόταν κέρας. Η σάλπιγγα δε χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες για καθαρά μουσικούς σκοπούς. Συνήθως, χρησιμοποιούνταν για τα πολεμικά σαλπίσματα ή από τους κήρυκες· καμιά φορά, επίσης, για τελετουργικούς σκοπούς και, στην περίπτωση αυτή, η σάλπιγγα λεγόταν σάλπιγξ η ιερά.
Η σάλπιγγα είχε τυρρηνική (ετρουσκική) προέλευση· Αθήν (Δ', 184Α, 82): "Τυρρηνών δ' εστίν εύρημα κέρατά τε και σάλπιγγες" (και τα κέρατα [σάλπιγγες από κέρατο] και οι σάλπιγγες έχουν εφευρεθεί από τους Τυρρηνούς). Και ο Πολυδεύκης (IV, 75) λέει: "και κερατι μεν αυλείν Τυρρηνοί νομίζουσι" (και οι Τυρρηνοί συνηθίζουν να παίζουν τα κέρατα). Η χρήση του "αυλείν" με τη σημασία του παίζω το κέρας ή τη σάλπιγγα είναι χαρακτηριστική και δείχνει τη γενική χρήση του αυλού για όλα τα πνευστά.
Η λ. σάλπιγξ πρωτοεμφανίζεται στον Όμηρο (Ιλιάς Σ 219).
Διάφορα είδη σαλπίγγων ήταν γνωστά: (1) η ελληνική (μακριά στο σχήμα), (2) η αιγυπτιακή (στρογγυλή), (3) η γαλατική (χυτή, "χωνευτή"), ονομαζόμενη κάρνυξ από τους Κέλτες (οξύφωνη), (4) η παφλαγονική (μεγαλύτερη από την ελληνική, βαρύφωνη), (5) η μηδική (με καλαμένιο σωλήνα) και (6) η τυρσηνική (όμοια με τον φρυγικό αυλό, με κυρτό κώδωνα και πολύ οξύφωνη).

Πρβ. Θησ. Ελλ. Γλ. Ζ', στήλ. 45.

Μια ελληνική σάλπιγγα κατασκευασμένη από 13 τμήματα (κομμάτια) από ελεφαντόδοντο, ταιριασμένα το ένα μέσα στο άλλο, βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Βοστώνη (Κ. Sachs Hist. 145).

Το επίθετο τυρρηνικός σήμαινε μεταφορικά δυνατός· τυρρηνική σάλπιγξ· σάλπιγγα ιδιαίτερα ηχηρή.

Βλ. λ. βυκάνη.

Σαλπιγκτής, σαλπιστής· ο εκτελεστής της σάλπιγγας. Επίσης, στην αττική διάλεκτο, σαλπικτής (Μοίρ. Λέξ. 354).

Βιβλιογραφία:

Θησ. Ελλ. Γλ. Ζ', Παρίσι 1848-1854, λ. σάλπιγξ, στ. 45.
Κ. Sachs Hist., Ν. Υόρκη 1940· σάλπιγγες, trumpets, σσ. 145-148.
Μ. Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949, σσ. 60-61.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Entry: