σπονδειασμός η ανύψωση ένος φθόγγου κατά τρεις διέσεις· αντίθ. $έκλυσις*. Ο $Αριστείδης* (Περί μουσ. 28 Mb, 28 R.P.W.-I.) δίνει τον ακόλουθο ορισμό: "και σπονδειασμός [ήταν] η ανύψωση της νότας κατά τρεις $διέσεις*δίεσις| (όπως έκλυση ήταν το χαμήλωμα κατά τρεις διέσεις)". Πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1135Α, 11.
Ο σπονδειασμός χρησιμοποιούνταν στο $σπονδείον*. , η ανύψωση ένος φθόγγου κατά τρεις διέσεις· αντίθ. έκλυσις. Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 28 Mb, 28 R.P.W.-I.) δίνει τον ακόλουθο ορισμό: "και σπονδειασμός [ήταν] η ανύψωση της νότας κατά τρεις διέσεις (όπως έκλυση ήταν το χαμήλωμα κατά τρεις διέσεις)". Πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1135Α, 11. Ο σπονδειασμός χρησιμοποιούνταν στο σπονδείον.
|
|